- προς-κερδαίνω
προς-κερδαίνω (s. κερδαίνω), noch dazu gewinnen, προςκεκερδήκασι, Dem. 56, 30, wo προςκεκερδάγκασι gelesen wurde; προςεκέρδανε τὴν ὑγιείαν, Pol. 32, 14, 12; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-κερδαίνω (s. κερδαίνω), noch dazu gewinnen, προςκεκερδήκασι, Dem. 56, 30, wo προςκεκερδάγκασι gelesen wurde; προςεκέρδανε τὴν ὑγιείαν, Pol. 32, 14, 12; Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… … Dictionary of Greek
παρ(α)- — α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση παρά. Απαντά και με τη μορφή παραι σε συνθ. τής Αρχαίας Ελληνικής (πρβλ. παραι βάτης). Το παρ(α) συντίθεται με ρήματα, ονόματα και επιρρήματα και εμφανίζει… … Dictionary of Greek