- στελγίς
στελγίς, ίδος, ἡ, = dem gew. στλεγγίς, χρυσῆ Pol. 26, 7, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στελγίς, ίδος, ἡ, = dem gew. στλεγγίς, χρυσῆ Pol. 26, 7, 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στελγίς — ίδος, ἡ, Α βλ. στλεγγίδα … Dictionary of Greek
στλεγγίδα — η / στλεγγίς, ίδος, ΝΑ, και οτεγγίς και στελγγίς και στελγίς και στελεγγίς και στεργίς και στλιγγίς και στρεγγίς και αρσ. τ. στλέγγος, Α (στην αρχ. Ελλάδα) είδος ξύστρας, συνήθως χάλκινης, σε σχήμα κυκλικού κοχλιαρίου την οποία χρησιμοποιούσαν οι … Dictionary of Greek
στλεγγιδολήκυθος — και στελγιδολήκυθος, ὁ, Α ο δούλος που κρατούσε στο λουτρό τη στλεγγίδα και τη λήκυθο τού κυρίου του. [ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίς / στελγίς ίδος + λήκυθος] … Dictionary of Greek
στλεγγιδοποιός — και στελγιδοποιός και στλεγγοποιός, ὁ, Α κατασκευαστής στλεγγίδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στλεγγίς / στελγίς, ίδος + ποιός*] … Dictionary of Greek