- στελεχηδόν
στελεχηδόν, adv. stammweise, Ap. Rh. 1, 1004.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στελεχηδόν, adv. stammweise, Ap. Rh. 1, 1004.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στελεχηδόν — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) κατά στελέχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέλεχος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν, πιθ. αντί στοιχηδόν] … Dictionary of Greek
-ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… … Dictionary of Greek