- στιλπνότης
στιλπνότης, ητος, ἡ, = στιλβότης, Glanz, Clem. Al. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιλπνότης, ητος, ἡ, = στιλβότης, Glanz, Clem. Al. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιλπνότης — brightness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλπνοτήτων — στιλπνότης brightness fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλπνότητα — στιλπνότης brightness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλπνότητας — στιλπνότης brightness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλπνότητι — στιλπνότης brightness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλπνότητος — στιλπνότης brightness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιλπνότητα — η / στιλπνότης, ότητος, ΝΜΑ [στιλπνός] η ιδιότητα τού στιλπνού, λαμπρότητα, γυαλάδα (α. «η στιλπνότητα τού χρυσού» β. «στιλπνότης του προσώπου», Άνν. Κομν. γ. «στιλπνότης τῆς σελήνης», Πλούτ.) … Dictionary of Greek