- στιλπνωτικός
στιλπνωτικός, zum Poliren gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιλπνωτικός, zum Poliren gehörig, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιλπνωτικός — ή, όν, Μ [στιλπνῶ] κατάλληλος για στίλπνωση, στίλβωτικός, καλλωπιστικός … Dictionary of Greek