- στιβία
στιβία, ἡ, poet. = στιβεία, Opp. Cyn. 1, 37. 451.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιβία, ἡ, poet. = στιβεία, Opp. Cyn. 1, 37. 451.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιβία — στιβίᾱ , στιβίη fem nom/voc/acc dual στιβίᾱ , στιβίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) στιβίᾱ , στιβιάω freeze pres imperat act 2nd sg στιβίᾱ , στιβιάω freeze imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυστιβία — και επικ. τ. πολυστιβίη, ἡ, Α πολύ ή συνεχές πάτημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στιβία (< στιβος < στίβος < στείδω «βαδίζω»)] … Dictionary of Greek
στιβιώ — άω, Α [στίβη (Ι)] 1. παχνίζω 2. (ως τριτοπρόσ.) στιβιᾷ πέφτει πάχνη, παχνίζει … Dictionary of Greek