- στενο-λέσχης
στενο-λέσχης, ὁ, der wenig, bündig, sein Redende, Schwatzende, λεπτολόγος Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στενο-λέσχης, ὁ, der wenig, bündig, sein Redende, Schwatzende, λεπτολόγος Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ισχνολέσχης — ἰσχνολέσχης, ὁ (Μ) λεπτολόγος συζητητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + λέσχης (< λέσχη «τόπος συναθροίσεως»), πρβλ. πλατυ λέσχης, στενο λέσχης] … Dictionary of Greek
πλατυλέσχης — ὁ, Α ο φλύαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλατυ * + λέσχης (< λέσχη «φλυαρία»), πρβλ. στενο λέσχης] … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek