- στεμβάζω
στεμβάζω, = στέμβω (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεμβάζω, = στέμβω (?).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεμβάζω — ΜΑ (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὑβρίζω» αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. < στέμβω* + κατάλ. άζω (πρβλ. στένω: στενάζω)] … Dictionary of Greek
στεμβάξαι — στεμβάζω aor inf act στεμβάξαῑ , στεμβάζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεμβάσεις — στεμβάζω aor subj act 2nd sg (epic) στεμβάζω fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεμβάζειν — στεμβάζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεμβάσεις — Α [στεμβάζω] (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορίαι» … Dictionary of Greek
στενάζω — ΝΜΑ 1. εκβάλλω βαθιά και ηχηρή εκπνοή, αναστενάζω 2. συνεκδ. θρηνώ, γογγύζω αρχ. 1. αγανακτώ («μὴ στενάζετε κατ ἀλλήλων, ἀδελφοί», ΚΔ) 2. (μτβ.) θρηνώ για κάτι («τὸν δ ἐμὸν πότμον ἀδάκρυτον οὐδεὶς φίλων στενάζει», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό… … Dictionary of Greek