- στεγάνη
στεγάνη, ἡ, Bedeckung, Phani. 2 (VI, 294).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεγάνη, ἡ, Bedeckung, Phani. 2 (VI, 294).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεγάνη — ἡ, Α [στεγανός] (δωρ. τ.) κάλυμμα, σκέπασμα («στεγάναν κρατός», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek
στεγανή — στεγανός covering so as to keep out water fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγανῶν — στεγάνη a covering fem gen pl στεγανός covering so as to keep out water fem gen pl στεγανός covering so as to keep out water masc/neut gen pl στεγανόω to be covered over pres part act masc voc sg (doric aeolic) στεγανόω to be covered over pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεγανός — ή, ό / στεγανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που κλείνει ερμητικά, αδιαπέραστος από υγρό, υδατοστεγής ή αεροστεγής (α. «στεγανός τοίχος» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν τρίχα στεγανήν», Ξεν. γ. «στεγανὰ πλοῑα», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στεγανά 1.… … Dictionary of Greek
κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
στεγανίσαι — Α [στεγανή] (κατά τον Ησύχ.) «στέγῃ ὑποδεχθῆναι» … Dictionary of Greek
φλογοθυρίδα — η, Ν ναυτ. στεγανή θύρα τού πύργου τών πυροβόλων με την οποία απομονώνεται η πυριτιδαποθήκη σε περίπτωση έκρηξης οβίδας ή πυρκαγιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόγα + θυρίδα] … Dictionary of Greek
βατραχάνθρωποι — Ειδικά εκπαιδευμένοι άνδρες του ναυτικού που χρησιμοποιούνται στις υποβρύχιες επιχειρήσεις. Το πολεμικό αυτό σώμα δημιουργήθηκε όταν είχε εφευρεθεί η αυτόνομη υποβρύχια συσκευή που επέτρεψε στον άνθρωπο να παραμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα… … Dictionary of Greek
Μακ Άνταμ, Τζον Λούντον — (John Loudon McAdam, Άιαρ 1756 – Μόφατ, Νταμφρισάιρ 1836). Σκοτσέζος μηχανικός, γενικός επιθεωρητής των οδών της Αγγλίας. Επινόησε το σκυρόδετο οδόστρωμα, το οποίο χρησιμοποιήθηκε περίπου το 1820. Η ονομασία Μακ Άνταμ, στα έργα οδοποιίας,… … Dictionary of Greek
φλογοθυρίδα — η (ναυτ.), στεγανή πόρτα του πύργου των πυροβόλων, που απομονώνει την πυριτιδαποθήκη από φλόγες πυρκαγιάς ή έκρηξης οβίδας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)