- στεγάσιμος
στεγάσιμος, bei Hesych. = ἐρέψιμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεγάσιμος, bei Hesych. = ἐρέψιμος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεγάσιμος — η, ο / στεγάσιμος, ον, ΝΜΑ [στεγάζω] κατάλληλος για στέγαση («στεγάσιμοι χώροι») αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «κεκαλυμμένος, σκιερός» … Dictionary of Greek
στεγάσιμον — στεγάσιμος for roofing masc/fem acc sg στεγάσιμος for roofing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)