- στειλαιός
στειλαιός, ὁ, = στειλειά, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στειλαιός, ὁ, = στειλειά, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στειλαιός — ὁ, Α βλ. στειλεός … Dictionary of Greek
στειλεός — και στελεός, ο, ΝΜΑ, και στελιός Ν, και στείλειός και στελειός και στειλαιός Α 1. μακρύ κυλινδρικό ξύλο που χρησιμεύει ως λαβή ή μοχλός διαφόρων εργαλείων, κν. στειλιάρι 2. συνεκδ. λαβή, χερούλι αρχ. 1. ρόπαλο 2. λείο και μυτερό κυλινδρικό ξύλο… … Dictionary of Greek