στιγμιαῖος

στιγμιαῖος

στιγμιαῖος, von der Größe eines Punktes, so klein wie ein Punkt, πόρος, Plut. adv. Stoic. 45.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στιγμιαίος — α, ο / στιγμιαῑος, αία, ον, ΝΜΑ, και στιγμαῑος, αία, ον, Α αυτός που έχει ελάχιστη διάρκεια, που διαρκεί μόνο μια στιγμή (α. «στιγμιαία αναλαμπή» β. «ὁ μακρότατος βίος ὀλίγος ἐστὶ καὶ στιγμιαῑος πρὸς τὸν ἄπειρον αἰῶνα», Πλούτ.) νεοελλ. 1. αυτός… …   Dictionary of Greek

  • στιγμιαίος — α, ο επίρ α 1. αυτός που διαρκεί ελάχιστο χρόνο: Το έγκλημά τους χαρακτηρίστηκε στιγμιαίο. 2. αυτός που γίνεται σε μια στιγμή, αμέσως: Ζήτησαν ένα στιγμιαίο καφέ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στιγμιαίῳ — στιγμιαῖος on bigger than a point masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλλοντας — Ο χρόνος του ρήματος που φανερώνει κάτι που θα γίνει (θα γράψω το γράμμα) ή κάτι που θα γίνεται συνέχεια ή με επανάληψη (όλη τη νύχτα θα δουλεύω). Στην πρώτη περίπτωση ονομάζεται στιγμιαίος μ. και στη δεύτερη εξακολουθητικός. Υπάρχει επίσης και ο …   Dictionary of Greek

  • συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη …   Dictionary of Greek

  • στιγμιαία — στιγμιαίᾱ , στιγμιαῖος on bigger than a point fem nom/voc/acc dual στιγμιαίᾱ , στιγμιαῖος on bigger than a point fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγμιαίας — στιγμιαίᾱς , στιγμιαῖος on bigger than a point fem acc pl στιγμιαίᾱς , στιγμιαῖος on bigger than a point fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τ, τ — Το δέκατο ένατο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό tâw (= σταυρός) που γραφόταν +, x. Στα αρχαία ελληνικά αλφάβητα το ταυ είχε το σχήμα που έχει και σήμερα, δηλαδή Τ. Από φωνητική άποψη, το ταυ της αρχαίας και της νέας… …   Dictionary of Greek

  • ακαρής — ἀκαρὴς ( οῡς), ὲς (Α) 1. πάρα πολύ κοντός, ελάχιστος (για μαλλιά τόσο κοντά που δεν μπορεί κανείς να τά κουρέψει) 2. (για χρονικό διάστημα) συντομότατος, στιγμιαίος «ἐν ἀκαρεῑ χρόνου», στη στιγμή (Αριστοφ. Πλούτ. 244) «ἐν ἀκαρεῑ», στη στιγμή,… …   Dictionary of Greek

  • ακαριαίος — αία, αίο ( ος, α, ον) (Α ἀκαριαῑος) [ἀκαρής] αυτός που συμβαίνει μέσα σε ελάχιστο χρόνο, ο στιγμιαίος …   Dictionary of Greek

  • αυτίκα — (AM αὐτίκα) επίρρ. ευθύς, αμέσως, στη στιγμή μσν. τότε αρχ. 1. μόλις, ευθύς 2. τώρα, αυτή τη στιγμή 3. εντός ολίγου, σε λίγο 4. παραδείγματος χάριν 5. οπωσδήποτε 6. (με άρθρο) α) «ὁ αὐτίκα φόβος» ὁ στιγμιαίος φόβος «ἡ αὐτίκα ἡμέρα» αυτή η ημέρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”