στιγεύς

στιγεύς

στιγεύς, έως, ὁ, derjenige, der στίγματα macht od. brandmarkt, Her. 7, 35. – Bei Suid. das Instrument zum Stechen, κεντητήριον.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στιγεύς — tattooer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιγέας — ο / στιγεύς, έως, ΝΑ νεοελλ. αιχμηρό μεταλλικό εργαλείο με κωνική ή τριγωνική ή τετραγωνική αιχμή το οποίο χρησιμοποιείται για τη διάνοιξη οπών η για τον σχηματισμό κοιλωμάτων, κν. ζουμπάς αρχ. 1. αυτός που στίζει, που δημιουργεί στίγματα με… …   Dictionary of Greek

  • στιγέας — στιγέᾱς , στιγεύς tattooer masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”