στεγνότης

στεγνότης

στεγνότης, ητος, ἡ, Dichtheit, γαστρός, das Verstopftsein, Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στεγνότης — closeness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνότητα — στεγνότης closeness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνότητι — στεγνότης closeness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνότητος — στεγνότης closeness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγνότητα — η / στεγνότης, ητος, ΝΜΑ [στεγνός] νεοελλ. η ιδιότητα τού στεγνού, το να είναι στεγνό κάτι μσν. αρχ. στεγανότητα, το να είναι κάτι υδατοστεγές ή αεροστεγές αρχ. δυσκοιλιότητα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”