στεγαστρίς

στεγαστρίς

στεγαστρίς, ίδος, ἡ, bedeckend, διφϑέραι, Her. 1, 194.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στεγαστρίς — ίδος, ἡ, Α 1. αυτή που χρησιμεύει ως κάλυμμα («περιτείνουσι διφθέρας οτεγαστρίδας ἔξωθεν», Ηρόδ.) 2. ως ουσ. πιθ. το γείσο οικοδομήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεγάζω + επίθημα τρίς (πρβλ. αυλη τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • στεγαστρίδα — στεγαστρίς serving for waterproof covering. fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεγαστρίδας — στεγαστρίς serving for waterproof covering. fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”