- στεκτικός
στεκτικός, bedeckend; ἡ στεκτική, die Kunst des Bedeckens und Abhaltens, ῥευμάτων, Plat. Polit. 280 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεκτικός, bedeckend; ἡ στεκτική, die Kunst des Bedeckens und Abhaltens, ῥευμάτων, Plat. Polit. 280 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεκτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεκτικός — ή, όν, Α [στέγω] 1. αυτός που καθιστά στεγανό κάτι 2. φρ. «τέχνας ῥευμάτων στεκτικαί» η οικοδομική τέχνη (Πλάτ.). επίρρ... στεκτικῶς Α με προφύλαξη, με προσοχή, προσεκτικά … Dictionary of Greek
στεκτικαί — στεκτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεκτικῶς — στεκτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέγω — ΜΑ 1. στεγάζω, σκεπάζω με στέγη 2. πωματίζω, βουλώνω αρχ. 1. καλύπτω ερμητικά 2. στεγανοποιώ κάτι ώστε να μην μπορεί να περάσει το νερό («εὐνὰς τοιαύτας οἵας... στέγειν... ἱκανὰς εἶναι», Πλάτ.) 3. αποκρούω, απωθώ («οὔτε οἱ πῑλοι ἔστεγον τὰ… … Dictionary of Greek
(s)teg-1 — (s)teg 1 English meaning: to cover Deutsche Übersetzung: “decken” Material: O.Ind. sthagati (umbelegt), sthagayati “verhũllt, verbirgt”; Gk. στέγω “cover, schũtze etc.”, στέγος, τέγος n. (= O.Ir. tech), στέγη, τέγη f. “roof,… … Proto-Indo-European etymological dictionary