στικτός

στικτός

στικτός, adj. verb. von στίζω, gepunktet, bunt; στικτῶν ἢ λασίων μετὰ ϑηρῶν, Soph. Phil. 184; ἔλαφος, El. 558; στικτῶν ἐνδυτὸν νεβρίδων, Eur. Bacch. 111, vgl. 833; buntfarbig, vom. Pfau, Philostr. imagg. 2, 31.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στικτός — pricked masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στικτός — ή, ό / στικτός, ή, όν, ΝΜΑ [στίζω] 1. αυτός που είναι γεμάτος στίγματα ή κηλίδες, στιγματισμένος («στικτοὶ βραχίονες», Ανθ.Παλ.) 2. διάστικτος, κατάστικτος 3. αυτός που γίνεται με στίξη, με κέντημα (α. «στικτή γραμμή» γραμμή που σχηματίζεται με… …   Dictionary of Greek

  • στικτός — ή, ό 1. γεμάτος στίγματα. 2. «στικτή γραμμή», γραμμή που σημειώνεται με τελείες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφηνόδους ο στικτός ή τουατάρα — (sphenodon punctatum ή hatteria punctata). Ερπετό της οικογένειας των Σφηνοδοντιδών, της τάξης των ρυγχοκεφαλίων, της οποίας είναι σήμερα ο μοναδικός εκπρόσωπος. Το τυπικό αυτό δείγμα ζωντανού απολιθώματος, που μελετήθηκε μόνο μετά το 1830 και… …   Dictionary of Greek

  • στικτά — στικτός pricked neut nom/voc/acc pl στικτά̱ , στικτός pricked fem nom/voc/acc dual στικτά̱ , στικτός pricked fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στικτόν — στικτός pricked masc acc sg στικτός pricked neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στικταῖς — στικτός pricked fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στικταί — στικτός pricked fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στικτοῖο — στικτός pricked masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στικτοῖς — στικτός pricked masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στικτοῖσι — στικτός pricked masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”