- στειπτός
στειπτός, = στιπτός, φυλλάς, Soph. Phil. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στειπτός, = στιπτός, φυλλάς, Soph. Phil. 33.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στειπτός — ή, όν, Α βλ. στιπτός … Dictionary of Greek
στιπτός — ή, ό / στιπτός, ή, όν, ΝΑ, και στυφτός και στιφτός, ή, ο, Ν, και στειπτός, ή, όν, Α νεοελλ. στιμμένος αρχ. 1. στερεά πατημένος, πεπιεσμένος («στιπτὴ φυλλὰς», Σοφ.) 2. φρ. α) «στιπτοὶ γέροντες» μτφ. τραχείς, σκληραγωγημένοι γέροντες (Αριστοφ.) β)… … Dictionary of Greek