- στενόεις
στενόεις, εσσα, εν, f. L. für στονόεις, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στενόεις, εσσα, εν, f. L. für στονόεις, Hesych.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στενόεις — εσσα, εν, Α βλ. στονόεις … Dictionary of Greek
στονόεις — και στενόεις εσσα, εν, Α 1. αυτός που προκαλεί κλάμα με αναστεναγμούς (α. «στονόεντος ἐν τομᾷ σιδάρου» Σοφ. β. «στονόεσσα πλαγά», Αισχύλ. γ. «βέλεα στονόεντα», Ομ. Ιλ.) 2. γεμάτος στεναγμούς, θλιβερός, θρηνώδης (α. «Παιὰν δὲ λάμπει στονόεσσα τε… … Dictionary of Greek