- στενό-χωρος
στενό-χωρος, von engem Raume oder Platze, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στενό-χωρος, von engem Raume oder Platze, Hippocr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… … Dictionary of Greek
ευρύχωρος — η, ο (ΑΜ εὐρύχωρος, ον) αυτός που έχει ευρύ χώρο, μεγάλη έκταση, ο εκτεταμένος αρχ. αυτός στον οποίο άνετα χωράει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + χωρος (< χώρος), πρβλ. απλό χωρος, στενό χωρος] … Dictionary of Greek
ισόχωρος — η, ο 1. αυτός που καταλαμβάνει ίσο χώρο με άλλον 2. φυσ. (για μεταβολή ή διεργασία) αυτή κατά τη διάρκεια τής οποίας η πίεση ενός θερμοδυναμικού συστήματος παραμένει σταθερή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χωρος (< χώρος), πρβλ. ευρύ χωρος, στενό… … Dictionary of Greek
ομόχωρος — η, ο και ομοχώριος, α, ο (Α ὁμόχωρος και ὁμοχώριος, ον) 1. αυτός που κατάγεται από τον ίδιο τόπο, συντοπίτης 2. γείτονας, γειτονικός, πλησιόχωρος 3. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ομόχωροι (στο Βυζάντιο) άτομα τών οποίων τα αυτοτελή κτήματα… … Dictionary of Greek
λυπρόχωρος — λυπρόχωρος, ον (Α) λυπρόγεως*, αυτός που έχει ισχνή γη, άφορη περιοχή («λυπρόχωροι πόλεις», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λυπρός* + χωρος (< χώρα), πρβλ. ευρύ χωρος, στενό χωρος] … Dictionary of Greek
πληθόχωρος — ον, Μ ευρύχωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος + χῶρος (πρβλ. στενό χωρος)] … Dictionary of Greek
πλησιόχωρος — η, ο / πλησιόχωρος και πλησιόχορος, ον, ΝΑ αυτός που βρίσκεται ή κατοικεί κοντά σε μια χώρα, γειτονικός, όμορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλησίος + χώρα (πρβλ. περί χωρος, στενό χωρος)] … Dictionary of Greek
φιλόχωρος — ον, Α αυτός που αγαπά έναν τόπο, που τού αρέσει να μένει σε έναν τόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + χωρος (< χώρα), πρβλ. στενό χωρος] … Dictionary of Greek
ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek