- στενότης
στενότης, ητος, ἡ, die Enge; Thuc. 4, 24, τῶν χωρίων, Lys. 2, 30; Xen. Cyn. 9, 14; Beschränktheit, Dürftigkeit, Mangel, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στενότης, ητος, ἡ, die Enge; Thuc. 4, 24, τῶν χωρίων, Lys. 2, 30; Xen. Cyn. 9, 14; Beschränktheit, Dürftigkeit, Mangel, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στενότης — narrowness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεινότητα — στενότης narrowness fem acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενότησιν — στενότης narrowness fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενότητα — στενότης narrowness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενότητας — στενότης narrowness fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενότητες — στενότης narrowness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενότητι — στενότης narrowness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενότητος — στενότης narrowness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στενότητα — η / στενότης, ητος, ΝΜΑ, και ιων. τ. στεινοτης Α [στενός] 1. η ιδιότητα τού στενού, το να είναι κάτι στενό («στενότητα χώρου») 2. συνεκδ. έλλειψη, ανεπάρκεια (α. «οικονομική στενότητα» ποσοτική και ποιοτική ανεπάρκεια αγαθών και παραγωγικών… … Dictionary of Greek
στεινότης — ἡ, Α βλ. στενότης … Dictionary of Greek
στενοτεία — ἡ, Α [στενότης] φτώχεια, πενία … Dictionary of Greek