στενό-στομος

στενό-στομος

στενό-στομος, mit engem Munde, Ausgange, τεῖχος, Aesch. frg. 25; ποτήριον, Artemid. 1, 66.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λυκόστομος — λυκόστομος, ὁ (Α) το ψάρι εγγραυλίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό στομος, στενό στομος] …   Dictionary of Greek

  • φλογόστομος — ον, Μ μτφ. (για ρήτορα) αυτός που είναι πολύ δηκτικός, καυστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλόξ, φλογός + στομος (< στόμα), πρβλ. στενό στομος, χαλκό στομος] …   Dictionary of Greek

  • χαλκόστομος — ον, Α (ποιητ. τ.) 1. αυτός που έχει χάλκινο στόμιο («χαλκοστόμου κώδωνος», Σοφ.) 2. αυτός που έχει χάλκινη αιχμή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + στομος (< στόμα), πρβλ. θρασύ στομος, στενό στομος] …   Dictionary of Greek

  • ομοιόστομος — ὁμοιόστομος, ον (Α) αυτός τού οποίου τα δύο μέτωπα, δηλ. οι πρώτες γραμμές τής μάχης, είναι στραμμένα προς το ίδιο μέρος («ὁμοιόστομος διφαλαγγία»). επίρρ... ὁμοιοστόμως (Α) δια μέσου τού ίδιου μετώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο) * + στομος (<… …   Dictionary of Greek

  • στενόστομος — η, ο / στενόστομος, ον, ΝΑ (ιδίως για αγγείο) αυτός που έχει στενό στόμα, στενό στόμιο («στενόστομα ποτήρια», Αρτεμίδ. Δαλδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < στενός + στομος (< στόμα), πρβλ. μεγαλό στομος] …   Dictionary of Greek

  • λεπτόστομος — η, ο (Α λεπτόστομος, ον) αυτός που έχει λεπτό, μικρό και στενό, στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο * + στομος (< στόμα), πρβλ. αυθαδό στομος, κακό στομος] …   Dictionary of Greek

  • σύστομος — η, ο / σύστομος, ον, ΝΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το σύστομο το γύρω από το στόμα μέρος τού προσώπου, το μουσούδι αρχ. 1. αυτός που έχει στενό στόμα, στενόστομος 2. (για φίλημα) αυτό που γίνεται στόμα με στόμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στομος (<… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”