στενυγρός

στενυγρός

στενυγρός, ion. = στενός, Simonds u. Sp., wie Apolld. 2, 8, 2; kein comp., wie Galen. ausdrücklich erinnert; ἡ στενυγρή, Engpaß, Oenom. bei Euseb. praep. ev. 8, 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στενυγρός — a narrow pass masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στένυγρος — η, ο, Ν βιολ. (στους χερσαίους οργανισμούς) αυτός που μπορεί να προσαρμοστεί μόνο σε περιορισμένες διακυμάνσεις τής ατμοσφαιρικής υγρασίας …   Dictionary of Greek

  • στενυγρός — ή, όν, Α ιων. τ. 1. στενός 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ στενυγρή στενή διάβαση, πορθμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό παράγωγο τού επιθ. στενός, σχηματισμένο από θέμα στενυ (πρβλ. Στενύ κληρος, βλ. και λ. στενός), με ουρανικό ένθημα γ και επίθημα ρός (πρβλ. θαλυ… …   Dictionary of Greek

  • στενυγρόν — στενυγρός a narrow pass masc acc sg στενυγρός a narrow pass neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενυγρῇ — στενυγρός a narrow pass fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενυγρῷ — στενυγρός a narrow pass masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στενυγροχωρίη — ἡ, Α ιων. τ. στενοχώρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενυγρός + χωρίη (< χωρος < χῶρος)] …   Dictionary of Greek

  • στενυγρώ — όω, Α [στενυγρός] ιων. τ. συστέλλω …   Dictionary of Greek

  • στενός — Όνομα δύο οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (45 κάτ., υψόμ. 500 μ.) στην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Παγκρατίου. 2. Παράλιος οικισμός (5 κάτ., υψόμ. 30 μ.), στην επαρχία Παρνασσίδας του νομού Φωκίδας.… …   Dictionary of Greek

  • στενυγρῆι — στενυγρῇ , στενυγρός a narrow pass fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • sten-2 —     sten 2     English meaning: narrow     Deutsche Übersetzung: “eng, einengen”?     Material: Alt. στενός, Ion. στεινός “eng” (*στεν Fό ς), Hom. τὸ στεῖνος “narrowness, narrow Raum; crush, crowdedness (so also Att. τὸ στένος)”, στενυγρός “eng” …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”