- στιχήρης
στιχήρης, ες, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιχήρης, ες, = Folgdm, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιχήρης — ῆρες, Α 1. τοποθετημένος κατά στίχους ή σειρές, αραδιαστός («πρὸς χορὸν στιχήρη... ἀλλήλων εἴχοντο», Ηλιόδ.) 2. στιχουργημένος («τὰ παρ αὐτοῑς στιχήρη δι ἐπῶν λέγεται», Ευσ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ στιχήρη εκκλ. τα στιχηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
-ηρης — (I) < ΙE *ar «ταιριάζω, συνδέω», (απ όπου το αραρίσκω* «συνδέω, ταιριάζω εφοδιάζω»), με έκταση (λόγω τής συνθέσεως). Την ίδια σημασία («εφοδιασμένος με, έχων...») έχει και το ήρης (πρβλ. ξιφ ήρης, χαλκ ήρης, κ.ά.), ενώ λειτουργεί ως απλό… … Dictionary of Greek
ՈՏԱՆԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0524 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 12c, 13c ա.մ. որ եւ Ոտնաւոր. Ունօղ զոտս. քայլօղ, եւ քայլելով ոտամբ. ոտնակաց. *Գազանս այս ո՛չ է ոտանաւոր իբրեւ զչորքոտանիս. Վրդն. ծն.: *Անցցեն ընդ գետն յոտանաւոր (կամ յոտանաւորք)».… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)