στιχίζω

στιχίζω

στιχίζω, in Reihen, Zeilen oder Verse bringen, LXX. u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στιχίζω — ΜΑ [στίχος] 1. χωρίζω, διαιρώ κείμενο σε στίχους αριθμώντας τους ταυτόχρονα 2. πιθ. γράφω στίχους, στιχουργώ 3. ταξινομώ, διευθετώ, αραδιάζω …   Dictionary of Greek

  • προστιχίζω — Μ τοποθετώ μπροστά σε σειρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + στιχίζω (< στίχος «σειρά, γραμμή»)] …   Dictionary of Greek

  • στιχισμός — ὁ, ΜΑ [στιχίζω] 1. διαίρεση κειμένου σε στίχους και αρίθμηση τους 2. τακτοποίηση, διευθέτηση, ταξινόμηση …   Dictionary of Greek

  • στιχιστής — ὁ, Μ [στιχίζω] στιχουργός …   Dictionary of Greek

  • προστιχίζειν — πρό στιχίζω arranged in a row pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”