στιχάς

στιχάς

στιχάς, άδος, ἡ, poet. = στίχος (?). S. στοιχάς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στιχᾶς — στιχᾶ̱ς , στιχάομαι march in rows pres ind act 2nd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίχας — στίξ row fem acc pl στίχᾱς , στίχη tunic fem acc pl στίχᾱς , στίχη tunic fem gen sg (doric aeolic) στίχᾱς , στιχάομαι march in rows imperf ind act 2nd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιχάδες — στιχάς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιχάδεσσιν — στιχάς fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στίξ — ιχός, ἡ, Α (μόνον στη γεν. εν., αιτ. εν. στίχα και ον. και αιτ. πληθ. στίχες, στίχας) 1. γραμμή, τάξη ιδίως στρατιωτών («στίχες Τρώων», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «ἀνέμων στίχες» μτφ. ριπές ανέμων(Πίνδ.) β) «ἐπέων στίχες» οι στίχοι ή οι στροφές γ) «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • δάμνημι — (Α) 1. δαμάζω, καταβάλλω (α. «δάμνησι στίχας ἀνδρῶν» κατανικά τις σειρές των πολεμιστών β. «αλλά με χεῑμα δάμναται» αλλά μέ καταβάλλει η κακοκαιρία) 2. (μτχ. θηλ. ενεστ. ως ουσ.) δαμναμένη, η α) το φυτό κατανάγκη, ορνιθόπους β) το φυτό κήμος,… …   Dictionary of Greek

  • επιπωλούμαι — ἐπιπωλοῡμαι, έομαι (Α) [πωλούμαι] 1. περιέρχομαι, διέρχομαι παρατηρώντας, επιθεωρώ («αὐτὸς δέ... ἐπιπωλεῑται στίχας ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επισκέπτομαι κάποιον 3. παρατηρώ, κατοπτεύω κάποιον …   Dictionary of Greek

  • εποίχομαι — ἐποίχομαι (Α) 1. πηγαίνω προς το μέρος κάποιου («αὐτίκα δὲ μνηστῆρας ἐπῴχετο ἰσόθεος φώς», Ομ. Οδ.) 2. (για θεούς) τιμώ με θυσία, τόν πλησιάζω με προσφορές («ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις», Πίνδ.) 3. επιτίθεμαι, προσβάλλω («ὁ δὲ Κύπριν… …   Dictionary of Greek

  • πειρητίζω — Α (επικ. τ. τού πειράω, ῶ) 1. αποκτώ πείρα, δοκιμάζω, εξετάζω 2. (με απρμφ.) προσπαθώ να... («ῥήγνυσθαι μέγα τεῑχος Ἀχαιῶν πειρήτιζον», Ομ. Ιλ.) 3. (με γεν.) α) διερευνώ, βολιδοσκοπώ κάποιον β) αντιπαρατάσσομαι με κάποιον 5. φρ. α) «πειρητίζω… …   Dictionary of Greek

  • στιχάδα — η / στιχάς, άδος, ΝΑ νεοελλ. (για νήσο) αυτή που βρίσκεται κατά μήκος μιας σειράς, σε αντιδιαστολή με τις κυκλάδες, που σχηματίζουν κύκλο αρχ. (ποιητ.) στίχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στίχος + επίθημα άς, άδος (πρβλ. στιβ άς[ άδα])] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”