- στιχηρός
στιχηρός, gereiht, in Reihen, Versen geschrieben, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιχηρός, gereiht, in Reihen, Versen geschrieben, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιχηρός — ή, ό / στιχηρός, ά, όν, ΝΜΑ, και στειχηρός, ά, όν, Α 1. αυτός που αποτελείται από στίχους, που έχει γραφεί σε στίχους, έμμετρος («στιχηραὶ βίβλοι», Γρηγ. Ναζ.) 2. (το ουδ., ιδίως στον πληθ., ως ουσ.) το στιχηρό και τα στιχηρά εκκλ. τροπάρια τής… … Dictionary of Greek
στιχηρά — στιχηρός of a verse neut nom/voc/acc pl στιχηρά̱ , στιχηρός of a verse fem nom/voc/acc dual στιχηρά̱ , στιχηρός of a verse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιχηρῶν — στιχηρός of a verse fem gen pl στιχηρός of a verse masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιχηρόν — στιχηρός of a verse masc acc sg στιχηρός of a verse neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιχηραῖς — στιχηρός of a verse fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιχηραί — στιχηρός of a verse fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιχηρᾶς — στιχηρός of a verse fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιχηρῶς — στιχηρός of a verse adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στιχηρῷ — στιχηρός of a verse masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
στειχηρός — ά, όν, Μ βλ. στιχηρός … Dictionary of Greek