- στιχ-αοιδός
στιχ-αοιδός, ὁ, der Verszeilen Singende, der Dichter, Michael. gramm. ep. (Plan. 316).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στιχ-αοιδός, ὁ, der Verszeilen Singende, der Dichter, Michael. gramm. ep. (Plan. 316).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μουσουργός — ο, η (Α μουσουργός, ιων. τ. μουσοεργός) αυτός που ασχολείται με τη μουσική τέχνη νεοελλ. συνθέτης μουσικών έργων, μουσικοσυνθέτης αρχ. αοιδός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + ουργός (< ἔργον), πρβλ. στιχ ουργός] … Dictionary of Greek