- στεφανίσκος
στεφανίσκος, ὁ, dim. zu στέφανος, Kränzchen, Anacr. 40, 5. 42, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεφανίσκος, ὁ, dim. zu στέφανος, Kränzchen, Anacr. 40, 5. 42, 15.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεφανίσκος — ὁ, Α υποκορ. μικρός στέφανος, στεφανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + υποκορ. κατάλ. ίσκος (πρβλ. οβελ ίσκος)] … Dictionary of Greek
στεφανίσκοις — στεφανίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανίσκον — στεφανίσκος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανίσκους — στεφανίσκος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανίσκων — στεφανίσκος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανίσκῳ — στεφανίσκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ίσκος — ίσκη, ίσκον (ΑΜ ίσκος, ίσκη, ίσκον) επίθημα ουσιαστικών τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται σε ΙE * isko και απαντά κυρίως σε αρσ. και σπανιότερα σε θηλ. και ουδ. ονόματα. Το γένος τών λ. σε ίσκος ( ίσκη, ίσκον) καθορίζεται συνήθως από αυτό τών… … Dictionary of Greek
πικροκούκι — το, Ν το γνωστό με τη λόγια ονομασία νομευτικό φυτό πελεκίνος ο στεφανίσκος … Dictionary of Greek
στεφανίσκη — ἡ, Α ο στεφανίσκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + κατάλ. ίσκη (πρβλ. παιδ ίσκη)] … Dictionary of Greek