στεφανηδόν

στεφανηδόν

στεφανηδόν, adv., wie ein Kranz, sp. D., wie Nonn. u. Maneth. 4, 429.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στεφανηδόν — like a crown indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανηδόν — ΜΑ επίρρ. (τροπ.) σαν στεφάνη, όμοια με στεφάνη, κυκλοτερώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεφάνη + επιρρμ. κατάλ. η δόν (πρβλ. μολπη δόν)] …   Dictionary of Greek

  • -ηδόν — πρόκειται για κατάλ. επιρρημάτων τής Αρχαίας που αποτελεί παρεκτεταμένη με η μορφή τού επιθήματος δον, που σχηματίστηκε με μετακίνηση τών ορίων τού επιθήματος από τύπους τών οποίων το θέμα έληγε σε η : αγελη δόν > αγελ ηδόν. Τόσο το επίθημα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”