στεφανοφορία

στεφανοφορία

στεφανοφορία u. στεφανοφόρος, schlechtere Formen statt σ τεφανηφορέω u. s. w., s. Lob. Phryn. 650.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στεφανοφορία — ἡ, Α βλ. στεφανηφορία …   Dictionary of Greek

  • στεφανηφορία — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στεφαναφορία και στεφανοφορία Α [στεφανηφόρος] 1. το να φορεί κανείς στεφάνι, ιδίως νίκης («τόνδε κῶμον και στεφανοφορίαν δέξαι», Πίνδ.) 2. (στην αρχαιότητα) α) εορτή ή θυσία κατά την οποία οι πολίτες φορούσαν στεφάνια β) το… …   Dictionary of Greek

  • ՊՍԱԿԱԶԳԵՑՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0662 Chronological Sequence: 10c գ. στεφανηφορία, στεφανοφορία coronae gestatio. Պսակազգեացն լինել. *Պսակազգեցութիւնք ընդ բոլոր մակեդոնիա լինէի (ʼի ծննդեանն աղեքսանդրի) . Պտմ. աղեքս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”