στεφανη-φόρος

στεφανη-φόρος

στεφανη-φόρος, einen Kranz tragend; ϑίασοι, Eur. Bacch. 521; ἀγών, in welchem der Sieger einen Kranz davonträgt, Her. 5, 102, wie Andoc. 4, 2; ἦρος, Anacr. 53, 1, a. sp. D.; – ἀρχὴ στ., von den neun Archonten, Aesch. 1, 19. – Eine obrigkeitliche Person in den griechischen Städten, mit dem röm. flamen verglichen von D. Hal. 2, 74.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κοιλιοφορώς — κοιλιοφορῶς (Α) επίρρ. (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην κοιλιά, μέσα στην κοιλιά («ἡ τὴν ἀστραπήν ἔνδον κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιλιο φόρος < κοιλ ία + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. στεφανη φόρος,… …   Dictionary of Greek

  • ευπυροφόρος — εὐπυροφόρος, ον (Α) εύπυρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυρο φόρος (< πυρός «σιτάρι» + φορος < φέρω), πρβλ. πυρ φόρος, στεφανη φόρος)] …   Dictionary of Greek

  • κλειδοφόρος — κλειδοφόρος, ιων. τ. κληϊδοφόρος, ὁ, ἡ (Α) ιερέας ή ιέρεια που φέρει, που κρατά τα κλειδιά, κλειδούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικη φόρος, στεφανη φόρος] …   Dictionary of Greek

  • θαμνοφόρος — ο θαμνόφυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + φορος (< φέρω), πρβλ. λαμπρο φόρος, στεφανη φόρος] …   Dictionary of Greek

  • κλιμακοφόρος — ο (AM κλιμακοφόρος και κλιμακηφόρος, ον) αυτός που έχει ή κρατάει κλίμακες («ἐπακολουθούντων... κλιμακοφόρων δι ὧν ἔμελλε τὴν τειχομαχίαν ποιεῑσθαι», Διόδ.) νεοελλ. φρ. «κλιμακοφόρος χώρος» το κλιμακοστάσιο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «κλιμακηφόρος ὁ… …   Dictionary of Greek

  • κλινοφόρος — κλινοφόρος, ον (Α) κλινηφόρος*, αυτός που είναι φορτωμένος, που κουβαλάει κρεβάτι («κλινοφόροι ἡμίονοι», Θεοφ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + φόρος (< φέρω), πρβλ. στεφανη φόρος] …   Dictionary of Greek

  • καυλοφορώ — καυλοφορῶ, έω (Α) (για φυτό) έχω καυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + φορῶ (< φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. δαφνη φορώ, στεφανη φορώ] …   Dictionary of Greek

  • καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… …   Dictionary of Greek

  • πενθηφορώ — και πενθοφορώ, έω 1. φορώ πένθιμα ρούχα, μαυροφορώ 2. φέρω τα εξωτερικά σημάδια τού πένθους, δηλ. μαύρη ταινία στον βραχίονα ή στο καπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + φορώ (< φόρος < φέρω) κατά τα λαμπαδη φορώ, δαφνηφορώ, στεφανη φορώ. Το ρ.… …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • στεφηφόρος — ον, ΜΑ στεφανηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφος «στεφάνη, στέμμα» + φόρος*. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”