κοιλιοφορώς — κοιλιοφορῶς (Α) επίρρ. (για τη Θεοτόκο) μεταφέροντας στην κοιλιά, μέσα στην κοιλιά («ἡ τὴν ἀστραπήν ἔνδον κοιλιοφορῶς βαστάσασα», Επιφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κοιλιο φόρος < κοιλ ία + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. στεφανη φόρος,… … Dictionary of Greek
ευπυροφόρος — εὐπυροφόρος, ον (Α) εύπυρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυρο φόρος (< πυρός «σιτάρι» + φορος < φέρω), πρβλ. πυρ φόρος, στεφανη φόρος)] … Dictionary of Greek
κλειδοφόρος — κλειδοφόρος, ιων. τ. κληϊδοφόρος, ὁ, ἡ (Α) ιερέας ή ιέρεια που φέρει, που κρατά τα κλειδιά, κλειδούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, δός + φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικη φόρος, στεφανη φόρος] … Dictionary of Greek
θαμνοφόρος — ο θαμνόφυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θάμνος + φορος (< φέρω), πρβλ. λαμπρο φόρος, στεφανη φόρος] … Dictionary of Greek
κλιμακοφόρος — ο (AM κλιμακοφόρος και κλιμακηφόρος, ον) αυτός που έχει ή κρατάει κλίμακες («ἐπακολουθούντων... κλιμακοφόρων δι ὧν ἔμελλε τὴν τειχομαχίαν ποιεῑσθαι», Διόδ.) νεοελλ. φρ. «κλιμακοφόρος χώρος» το κλιμακοστάσιο αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «κλιμακηφόρος ὁ… … Dictionary of Greek
κλινοφόρος — κλινοφόρος, ον (Α) κλινηφόρος*, αυτός που είναι φορτωμένος, που κουβαλάει κρεβάτι («κλινοφόροι ἡμίονοι», Θεοφ. Σιμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + φόρος (< φέρω), πρβλ. στεφανη φόρος] … Dictionary of Greek
καυλοφορώ — καυλοφορῶ, έω (Α) (για φυτό) έχω καυλό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλός «βλαστός» + φορῶ (< φόρος < φόρος < φέρω), πρβλ. δαφνη φορώ, στεφανη φορώ] … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
πενθηφορώ — και πενθοφορώ, έω 1. φορώ πένθιμα ρούχα, μαυροφορώ 2. φέρω τα εξωτερικά σημάδια τού πένθους, δηλ. μαύρη ταινία στον βραχίονα ή στο καπέλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + φορώ (< φόρος < φέρω) κατά τα λαμπαδη φορώ, δαφνηφορώ, στεφανη φορώ. Το ρ.… … Dictionary of Greek
στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… … Dictionary of Greek
στεφηφόρος — ον, ΜΑ στεφανηφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφος «στεφάνη, στέμμα» + φόρος*. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek