- στεφανο-ποιός
στεφανο-ποιός, Kränze machend, Arist. magn. mor. 2, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεφανο-ποιός, Kränze machend, Arist. magn. mor. 2, 7.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στέφανο — το, Ν 1. (κυρίως στον πληθ.) τα στέφανα γαμήλιο, νυφικό στεφάνι («ποιός θα τούς αλλάξει τα στέφανα;») 2. φρ. α) «καλά στέφανα» (ως ευχή προς μνηστευμένους) με το καλό να γίνει ο γάμος β) «κάτω από τα στέφανα» την ώρα τής γαμήλιας στέψης. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… … Dictionary of Greek