στεφανη-πλόκος

στεφανη-πλόκος

στεφανη-πλόκος, Kränze flechtend, Theophr., Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεκρυφαλοπλόκος — κεκρυφαλοπλόκος, ον (Α) αυτός που πλέκει κεκρυφάλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκρύφαλος + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στεφανη πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • οισυοπλόκος — οἰσυοπλόκος, ον (Α) αυτός που πλέκει διάφορα αντικείμενα, όπως λ.χ. καλάθια, με κλαδιά λυγαριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύα «το φυτό λυγαριά» + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στεφανη πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • σπαρτοπλόκος — ον Α το αρσ. ως ουσ. ὁ σπαρτοπλόκος αυτός που κατασκευάζει σχοινιά από σπάρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάρτον + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. ιο πλόκος, στεφανη πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • ευθυπλοκία — εὐθυπλοκία, ἡ (Α) ευθύ πλέξιμο, ομαλή ύφανση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ευθυπλόκος (ευθυ * + πλόκος < πλέκω) κατά τα δολο πλόκος > δολοπλοκία, στεφανη πλόκος > στεφανηπλοκία] …   Dictionary of Greek

  • λινοπλόκος — λινοπλόκος, ον (Α) αυτός που πλέκει δίχτια. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πλόκος (< πλέκω), πρβλ. δολο πλόκος, στεφανη πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • τυλοπλόκος — ὁ, Α κατασκευαστής στρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύλη «στρώμα, μαξιλάρι» + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. στεφανη πλόκος] …   Dictionary of Greek

  • στεφηπλόκος — ον, Α στεφανηπλόκος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στέφος «στεφάνη, στέμμα» + πλόκος (< πλόκος < πλέκω), πρβλ. ιο πλόκος. Το η τού τ. οφείλεται σε μετρικούς λόγους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”