- στεφανικός
στεφανικός, zum Kranze gehörig, Sp.; τέλεσμα στεφανικόν, aurum coronarium, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεφανικός, zum Kranze gehörig, Sp.; τέλεσμα στεφανικόν, aurum coronarium, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεφανικός — ή, όν, ΜΑ [στέφανος] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στον στέφανο, στο στέμμα («στεφανικὸν τέλεσμα», λεξ. Σούδα) μσν. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελετή τού γάμου, στον γάμο αρχ. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ στεφανικόν ειδικός φόρος που… … Dictionary of Greek
στεφανικόν — στεφανικός of masc acc sg στεφανικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανικαῖς — στεφανικός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανικῆς — στεφανικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανική — στεφανικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανικήν — στεφανικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στεφανιτικός — και στεφανητικός, ή, όν, Α [στεφανίτης] στεφανικός* («στεφανιτικὸς φόρος», Ιώσ.) … Dictionary of Greek