- στεφανωτίς
στεφανωτίς, ίδος, ἡ, = Folgdm, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεφανωτίς, ίδος, ἡ, = Folgdm, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στεφανωτίς — ίδος, ἡ, Α στεφανωτρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεφανώ + κατάλ. τις (θηλ. τού τής), πρβλ. λιβανω τίς] … Dictionary of Greek