στεφανωτρίς

στεφανωτρίς

στεφανωτρίς, , zu Kränzen gehörig, geschickt; μυῤῥίνη, Poll. 1, 27; βίβλος, Pl ut. Ages. 36; vgl. Lob. Phryn. 225.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στεφανωτρίς — ίδος, ἡ, Α 1. αυτή που ανήκει ή αναφέρεται σε στέφανο ή στέμμα 2. κατάλληλη για την κατασκευή στεφάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεφανῶ + επίθημα τρίς (θηλ. τού τής), πρβλ. κληρω τρίς] …   Dictionary of Greek

  • στεφανωτρίδα — στεφανωτρίς of fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωτρίδας — στεφανωτρίς of fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωτρίδι — στεφανωτρίς of fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωτρίδος — στεφανωτρίς of fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεφανωτίς — ίδος, ἡ, Α στεφανωτρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < στεφανώ + κατάλ. τις (θηλ. τού τής), πρβλ. λιβανω τίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”