προς-εν-τίκτω

προς-εν-τίκτω

προς-εν-τίκτω (s. τίκτω), noch dazu gebären, Eier legen, Arist. v. l. für προεντ.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • προσεπιτίκτει — πρός , ἐπί τίκτω bring into the world pres ind mp 2nd sg πρός , ἐπί τίκτω bring into the world pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέκνο — το / τέκνον, ΝΜΑ 1. ο γόνος, το παιδί, γιος ή κόρη, σε σχέση προς τους γονείς του (α. «το τέκνο μου το μοναχό, το κανακάρικό μου», Θυσ. Αβρ. β. «γλυκύτατόν μου τέκνον», Ακολ. Μ. Σαββ. γ. «σὺν γυναιξὶ καὶ τέκνοις», ΚΔ δ. «ἄλοχοι καὶ νήπια τέκνα»,… …   Dictionary of Greek

  • πίπτω — ΝΜΑ και αιολ. τ. πίσσω Α ρίχνω τον εαυτό μου κάτω, πέφτω (α. «αὐτὸν πρηνέα δὸς πεσέειν», Ομ. Ιλ. β. «βάρβαροι γυναῑκες, οὕτως ἐκπεπληγμέναι φόβῳ πρὸς πέδῳ πεπτώκατ », Ευρ). νεοελλ. (η μτχ. αρσ. πληθ. αόρ. ως ουσ.) οι πεσόντες οι νεκροί σε πεδία… …   Dictionary of Greek

  • θαλασσότοκος — θαλασσότοκος, ον (Α) αυτός που έχει γεννηθεί από τη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο * + τοκος (< τόκος < τίκτω). Ο τονισμός στην προπαραλήγουσα προσδίδει στο β συνθετικό παθητική σημασία (πρβλ. εχιδνό τοκος, πρωτό τοκος)]. ο ζωολ.… …   Dictionary of Greek

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • πρωτότοκος — η, ο / πρωτότοκος, η, ον, ΝΜΑ 1. (για τέκνα) αυτός που γεννήθηκε πρώτος, σε αντιδιαστολή προς αυτόν που γεννήθηκε δεύτερος, τρίτος κ.λπ. 2. το αρσ. ως ουσ. ο πρωτότοκος το πρώτο παιδί αρχ. προσωνυμία τού Ομήρου, σε αντιδιαστολή προς τον Νίκανδρο …   Dictionary of Greek

  • νοερητόκος — νοερητόκος, ον (Α) (για τον Θεό) αυτός από τον οποίο εκπορεύεται κάθε νόηση, ο δημιουργός νοερών, πνευματικών πραγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοερός + τόκος (< τίκτω), πρβλ. ζωο τόκος. Το η τού τ. αντί τού ο οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγή …   Dictionary of Greek

  • παλίντοκος — παλίντοκος, ον (Μ) ο ανόμοιος προς τους γονείς του («θαυμάζω τὸ παλίντοκον τοῡ τῶν ἀνθρώπων γένους, καὶ πῶς οὐκ ἐξεικάζονται οἱ παῑδες τοῑς πατράσι», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + τόκος (< τίκτω)] …   Dictionary of Greek

  • τέκος — τὸ, Α 1. τέκνο, παιδί («Διὸς τέκος», Ομ. Ιλ.) 2. (σε φιλικές προσφωνήσεις προς νεώτερους) παιδί μου («ὦ φίλον Οἰδίπου τέκος», Αισχύλ.) 3. νεογνό ζώου («τέκος ἐλάφοιο», Ομ. Ιλ.) 4. μτφ. γέννημα, δημιούργημα («δυσσεβείας μὲν ὕβρις τέκος», Αισχύλ.)· …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”