- στερίζω
στερίζω, = στερέω, zw., s. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. 1, 850.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερίζω, = στερέω, zw., s. Schäf. zu Schol. Par. Ap. Rh. 1, 850.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερίζω — Α στερώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μαρτυρείται στον αόρ. ἐστέρισεν σε επιγραφή, σχηματισμένος πιθ. χάριν μετρικών αναγκών (πρβλ. το συνθ. ἀπο στερίζω)] … Dictionary of Greek
ՀԱՍՏԱՏԵՄ — (եցի.) NBH 2 0055 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c ն. στερεόω, στερίζω, ἴστημι, ἑφίστημι, βεβαιόω stabilio, consolido, colloco, statuo, firmo, constituo, roboro πήγνυμι pango եւն. Հաստատ զետեղել. դնել,. կանգնել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)