στερητικός

στερητικός

στερητικός, beraubend, – verneinend, im Ggstz von κατηγορικός, Arist. an. pr. 1, 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στερητικός — having a negative quality masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικός — ή, ό / στερητικός, ή, όν, ΝΜΑ [στερώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στέρηση 2. αυτός που εκφράζει στέρηση, αρνητικός, αποφατικός νεοελλ. φρ. α) «στερητικό μόριο» (γρομμ.) μόριο που τίθεται ως πρώτο συνθετικό λέξης και δηλώνει άρνηση,… …   Dictionary of Greek

  • στερητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στη στέρηση ή προκαλεί στέρηση. 2. «στερητικά μόρια», το α και αν στη γραμματική που χρησιμοποιούνται ως α’ συνθετικό και δηλώνουν άρνηση ή στέρηση εκείνου που δηλώνεται από το β’ συνθετικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στερητικά — στερητικός having a negative quality neut nom/voc/acc pl στερητικά̱ , στερητικός having a negative quality fem nom/voc/acc dual στερητικά̱ , στερητικός having a negative quality fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικῶν — στερητικός having a negative quality fem gen pl στερητικός having a negative quality masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικόν — στερητικός having a negative quality masc acc sg στερητικός having a negative quality neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικαῖς — στερητικός having a negative quality fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικαί — στερητικός having a negative quality fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικοῖς — στερητικός having a negative quality masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικοί — στερητικός having a negative quality masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερητικοῦ — στερητικός having a negative quality masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”