- στερεο-ειδής
στερεο-ειδής, ές, hart, fest, v. l. bei Plat. Tim. 32 b für στερεός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερεο-ειδής, ές, hart, fest, v. l. bei Plat. Tim. 32 b für στερεός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ρομβοειδής — ές / ῥομβοειδής, ές, ΝΜΑ 1. όμοιος με ρόμβο, αυτός που έχει σχήμα ρόμβου 2. φρ. «ρομβοειδές σχήμα» τετράπλευρο που έχει τις απέναντι μόνο πλευρές και γωνίες ίσες 3. φρ. «ρομβοειδές στερεό(ν)» στερεό σχήμα που αποτελείται από δύο κώνους ενωμένους… … Dictionary of Greek
κολλοειδής — ές 1. αυτός που έχει μορφή κόλλας, πηκτώδης, κολλώδης 2. φρ. α) «κολλοειδή συστήματα» ή, απλώς, «κολλοειδής» χημ. κατηγορία ετερογενών συστημάτων τών οποίων η διεσπαρμένη ουσία συνίσταται από λεπτά τεμαχίδια διαστάσεων μεταξύ 10 7 και 10 3… … Dictionary of Greek
πιθοειδής — ές, Α φρ. «σχῆμα πιθοειδές» στερεό σχήμα που μοιάζει με πίθο (Ήρων) [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθος «πιθάρι» + ειδής*] … Dictionary of Greek
σφαιροειδής — ές, ΝΜΑ 1. αυτός που μοιάζει με σφαίρα, σφαιρικός, στρογγυλός («διὸ δὴ καὶ σφαιροειδὲς... καὶ κυκλοτερὲς [τὸ σχῆμα τοῡ κόσμου] ἐτορνεύσατο», Πλάτ.) 2. το ουδ. ως ουσ. το σφαιροειδές στερεό τού οποίου το σχήμα ελάχιστα διαφέρει από το σχήμα τής… … Dictionary of Greek