- στερεό-δερμος
στερεό-δερμος, mit fester Haut, Schol. Nic. Th. 376.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερεό-δερμος, mit fester Haut, Schol. Nic. Th. 376.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κακόδερμος — κακόδερμος, ον (Α) αυτός που έχει κακό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + δέρμος (< δέρμα), πρβλ. μονό δερμος, στερεό δερμος] … Dictionary of Greek