- στερεότης
στερεότης, ητος, ἡ, Starrheit, Härte; Plat. Tim. 74 e; Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερεότης, ητος, ἡ, Starrheit, Härte; Plat. Tim. 74 e; Plut. u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στερεότης — hardness fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεότητα — στερεότης hardness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεότητι — στερεότης hardness fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεότητος — στερεότης hardness fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στερεότητα — η / στερεότης, ητος, ΝΜΑ, και στερρότης ΜΑ [στερεός / στερρός] η ιδιότητα τού στερεού, η κατάσταση τού στερεού νεοελλ. 1. βαθμός αντοχής ενός αντικειμένου («έπιπλα μεγάλης στερεότητας») 2. χημ. η αντοχή τών χρωστικών υλών στους παράγοντες οι… … Dictionary of Greek