στερκτός

στερκτός

στερκτός, adj. verb. von στέργω, geliebt, zu lieben, Soph. O. R. 1338.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • στερκτός — amiable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στερκτός — ή, όν, Α [στέργω] αξιαγάπητος …   Dictionary of Greek

  • στερκτόν — στερκτός amiable masc acc sg στερκτός amiable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέργω — ΝΜΑ, και στρέ(γ)ω Ν 1. αποδέχομαι κάτι, συγκατατίθεμαι σε κάτι, ανέχομαι, υπομένω κάτι (α. «μέ κυνηγάει γιατί δεν έστερξα να υποταχθώ στις θελήσεις του» β. «στέρξω... τῇ ἐμῇ τύχη», Πλάτ.) 2. παροιμ. φρ. «στέργε μεν τα παρόντα, ζήτει δε τα… …   Dictionary of Greek

  • στερκτικός — ή, όν, Α [στερκτός] 1. αυτός που είναι γεμάτος στοργή και τρυφερότητα, φιλόστοργος 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ στερκτικόν η στοργή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”