σταύρωμα

σταύρωμα

σταύρωμα, τό, ein mit Spitzpfählen od. Pallisaden umgebener und befestigter Ort; Thuc. 5, 10. 6, 100; Xen. An. 5, 2, 15. 19 Hell. 3, 2, 3 u. öfter, u. Folgende.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταύρωμα — palisade neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταύρωμα — το 1. κάρφωμα σε σταυρό. 2. μαγική ιεροτελεστία για τη θεραπεία κάποιου: Το παιδί το μάτιασαν και θέλει σταύρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σταύρωμα — το, ΝΜΑ [σταυρῶ, ώνω] νεοελλ. 1. ο σχηματισμός τού σημείου τού σταυρού ως ευχή σε κάποιον ή για ξεμάτιασμα 2. ταλαιπωρία, συνεχής παρενόχληση 3. η πρώτη σχηματοποίηση τού εμβρύου τών πτηνών στα αβγά 4. τεχνολ. η αλλαγή τής θέσης τών ελαστικών στα …   Dictionary of Greek

  • σταυρωμάτων — σταύρωμα palisade neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρώμασι — σταύρωμα palisade neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρώματα — σταύρωμα palisade neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρώματι — σταύρωμα palisade neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταυρώματος — σταύρωμα palisade neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …   Dictionary of Greek

  • απευχή — Όρος της λαογραφίας. Ευχή να μη γίνει κάτι. Λέγεται συνήθως μετά από μια κατάρα ή όταν κάποιος αναφέρει κάτι κακό (θάνατο, αρρώστια κλπ.). Σκοπός της είναι να αποτρέψει ή να στρέψει αλλού το κακό και συνοδεύεται πολλές φορές και από διάφορα… …   Dictionary of Greek

  • διασπώ — (AM διασπῶ, άω) διαχωρίζω βίαια, χωρίζω στα δύο ή σε περισσότερα κομμάτια νεοελλ. 1. προκαλώ ρήγμα σε μέτωπο, παράταξη, ομάδα κ.λπ. («διέσπασαν το μέτωπο», «διασπάστηκε το κόμμα» κ.λπ.) 2. «διασπάται η προσοχή» δεν μπορεί κάποιος να συγκεντρώσει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”