- σταχάνη
σταχάνη, ἡ, die Wage, dorisch; Suid. führt das Sprichwort an δικαιότερος σταχάνης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταχάνη, ἡ, die Wage, dorisch; Suid. führt das Sprichwort an δικαιότερος σταχάνης.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταχάνη — balance fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχάνη — ἡ, ΜΑ 1. ζυγός, ζυγαριά 2. φρ. «δικαιότερος σταχάνης» ακριβοδίκαιος, αυτός που κρατάει τη ζυγαριά τής δικαιοσύνης (Ζήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. στα χ άνη, με επίθημα άνη, δηλωτικό οργάνου (πρβλ. τρυτ άνη) ανάγεται στο θ.… … Dictionary of Greek
σταχάνην — σταχάνη balance fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σταχάνης — σταχάνη balance fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)