- σταχυ-ώδης
σταχυ-ώδης, ες, ährenartig; Theophr.; Nonn. D. 2, 653.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταχυ-ώδης, ες, ährenartig; Theophr.; Nonn. D. 2, 653.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περισταχυώδης — ῶδες, Α 1. αυτός που έχει τριγύρω στάχυ 2. αυτός που απολήγει σε στάχυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στάχυς + επίθημα ώδης] … Dictionary of Greek