- σταχυη-κόμος
σταχυη-κόμος, Aehren pflegend, Nonn. D. 1, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταχυη-κόμος, Aehren pflegend, Nonn. D. 1, 104.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σταχυηλόγος — ον, Α αυτός που συλλέγει στάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στάχυς, υος + λόγος* (πρβλ. σταχυη κόμος)] … Dictionary of Greek