σταχυο-τρόφος

σταχυο-τρόφος

σταχυο-τρόφος, Aehren nährend, Orph. H. 39, 3.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυροτρόφος — ον, Μ (για τον βορρά) αυτός που τρέφει το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. πιτυο τρόφος, σταχυο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • φοινικοτρόφος — ον, Α (για τόπο) αυτός που τρέφει φοίνικες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), οίνικος «είδος δένδρου» + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. μηλο τρόφος, σταχυο τρόφος] …   Dictionary of Greek

  • χλοεροτρόφος — ον, Α αυτός που βγάζει πράσινο χόρτο («χλοεροτρόφον... πεδίον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χλοερός + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. σταχυο τρόφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”