σταφύλιον

σταφύλιον

σταφύλιον, τό, dim. von σταφυλή, kleine Traube, M. Anton. 6, 13.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σταφύλιον — τὸ, ΜΑ βλ. σταφύλι …   Dictionary of Greek

  • σταφυλίου — σταφύλιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • стафиль — ж. виноградная гроздь , только др. русск., цслав. стафиль, стафилиɪе, ср. р. (Дан. Зат. 70). Из греч. σταφυλή то же ср. греч. σταφύλιον; см. Фасмер, Гр. сл. эт. 191; Срезн. III, 509 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σταφύλι — Ο καρπός του αμπελιού. Είναι σύνθετος βότρυς (τσαμπί) που οι ρόγες του είναι, ανάλογα με το είδος του αμπελιού, διαφόρων μεγεθών. Κάθε ρώγα περιβάλλεται από το υμένιο (πέτσα) και συνήθως έχει, στο κέντρο, μικρό κουκούτσι ή και κουκούτσια. Το… …   Dictionary of Greek

  • ԽԱՂՈՂԻԿ — ( ) NBH 1 0916 Chronological Sequence: Unknown date գ. σταφύλιον uvula. եւ եւս κύων ξυλίνη rubus canina, կամ uva spina, crespina. Մանր խաղող. եւ ինչ նման է նմա. ...: Գաղիան. ԽԱՂՈՂԻԿ. որ գրի եւ ԽԱՂԱԼԻԿ, ԽԱՂԱԼԻՔ, ՂԱՂՈՒԿ. σταφυλή uva, uvula,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”